Η ΠΕΡΙΟΧΗ
ΤΟ ΒΟΥΝΟ
Ο Όλυμπος είναι ο θεϊκό βουνό των αρχαίων Ελλήνων. Στις κορυφές του βρισκόταν η Κατοικία του Δία και των υπόλοιπων θεών τους. Το όνομα του Ολύμπου αναφέρεται από τον Όμηρο ακόμα, ως «ανάννιφος» (πολυχιονισμένος) και χάρη στο απόκρημνο ανάγλυφό του ήταν η παντοτινή ασφαλής έδρα των θεών «…θεών έδος ασφαλές αιεί». Οι κορυφές του βουνού ήταν οι πύλες προς τον ουρανό και τις ανοιγόκλειναν με ένα σύννεφο οι θεότητες Ώρες. Με αυτό τον τρόπο οι έννοιες ουρανός και Όλυμπος έγιναν ταυτόσημες στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι οι ψυχές των νεκρών τους πήγαιναν εκεί, όπως μαρτυρεί και σχετική επιγραφή σε αρχαίο τάφο «…ψυχή δε Ολύμπω». Οι κορυφές του Ολύμπου δεν έμειναν απάτητες στην αρχαιότητα. Ο ιστορικός Πλούταρχος αναφέρεται στη μαρτυρία κάποιου που περπάτησε στο βουνό, και έβλεπε πάνω του σχηματισμούς από σύννεφα και άκουγε κάτω από τα πόδια του τις βροντές. Στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2815), εντοπίστηκαν στην δεκαετία του ’60 αρχαιότητες, νομίσματα και επιγραφές που ανέφεραν το όνομα του Ολύμπιου Δία. Ίσως αυτό το σημείο να ήταν και ο τόπος λατρείας που ανέφεραν οι αρχαίοι συγγραφείς.
Στους πρόποδες του βουνού ήταν χτισμένη στην αρχαιότητα η ιερή πόλη του Δίου, της οποίας τα ερείπια σώζονται σήμερα και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας. Εκεί συγκεντρώνονταν οι Έλληνες -ιδιαίτερα οι Μακεδόνες στην επικράτεια των οποίων βρισκόταν η περιοχή- για να τιμήσουν με τελετές τους Ολύμπιους θεούς. Στα τέλη του 5ο π.Χ. αιώνα, στη διάρκεια της βασιλείας του Αρχέλαου, άρχισαν να διοργανώνονται αθλητικοί και μουσικοί αγώνες, τα «Ολύμπια» που διαρκούσαν εννέα ημέρες. Στη διάρκεια αυτών των γιορτών κάθε χρόνο οι πιστοί ανηφόριζαν ψηλά στο βουνό για να θυσιάσουν στον Δία και να καταθέσουν τα αφιερώματά τους. Το Δίον γνώρισε ιδιαίτερη φήμη στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος μάλιστα αγωνίστηκε ο ίδιος στα «Ολύμπια» στο αγώνισμα δρόμου του ενός «σταδίου» και όταν ξεκίνησε τη μεγάλη του εκστρατεία στην Ασία πέρασε πρώτα από εκεί για να θυσιάσει στο Δία. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν από την δεκαετία του 1920 και συνεχίζονται συστηματικά τα τελευταία 30 χρόνια τώρα από τον καθηγητή Δημήτριο Παντερμαλή, έφεραν στο φως σπουδαία ευρήματα και απέδειξαν ότι το Δίον ήταν μία ιερή πόλη που έζησε πάνω από 1000 χρόνια (από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 5ο μ.Χ.) μέχρι να εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της εξαιτίας φυσικών καταστροφών.
Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο ελληνικό βουνό (2918 μέτρα, σύμφωνα με τις πρόσφατες μετρήσεις) και βρίσκεται απομονωμένο από την μεγάλη οροσειρά της Πίνδου που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας. Οι πρόποδες του απόκρημνου βουνού φτάνουν στις ακτές του Αιγαίου πελάγους, στην είσοδο του Θερμαϊκού κόλπου. Χάρη στα σπάνια μορφολογικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά του, το βουνό διατηρεί μια μοναδική χλωρίδα με εκατοντάδες ενδημικά είδη, που δεν συναντώνται πουθενά αλλού. Ανάμεσα στα θηλαστικά που ζουν εδώ, το πιο σπάνιο είναι το αγριοκάτσικο, που βρίσκει καταφύγιο στις απάτητες χαράδρες του Ολύμπου και θεωρείται προστατευόμενο είδος.
Στα παλιότερα χρόνια οι ίδιες χαράδρες φιλοξένησαν ληστές και επαναστάτες, ακόμα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Η πρώτη κατάκτηση της πιο ψηλής του κορυφής ήταν τον Αύγουστο του 1913 από τον Λιτοχωρινό Χρήστο Κάκκαλο και τους Ελβετούς F. Boissonas και D. Baud-Bauvy. Η μεγάλη φυσική και ιστορική του αξία ήταν οι λόγοι που ο Όλυμπος ανακηρύχτηκε Εθνικό Πάρκο στην Ελλάδα από το 1938 ακόμα. Το 1981 η UNESCO ενέταξε τον Όλυμπο στον κατάλογο «Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς». Οι ψηλότερες κορυφές του αποτελούν σημαντικά πεδία αναρρίχησης για τους Έλληνες ορειβάτες και κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες απ όλο τον κόσμο φτάνουν στο Λιτόχωρο για να περπατήσουν στα μονοπάτια του «βουνού των θεών».
"Ο ΟΛΥΜΠΟΣ" (Απόσπασμα από το βιβλίο "Δίον, η αποκάλυψη", του καθηγητή αρχαιολογίας Δημήτρη Παντερμαλή. Το κείμενο δημοσιεύεται με την ευγενική άδεια του συγγραφέα)
“…Κάποιος που είχε ανέβει στον Όλυμπο στα χρόνια της όψιμης αρχαιότητας έλεγε πως, όταν έφθασε εκεί ψηλά, αντιλήφθηκε ένα παράξενο φαινόμενο. Τα σύννεφα αντί να βρίσκονται ψηλά, ήταν πιο χαμηλά από το σημείο που στεκόταν. Εκεί σιγά-σιγά πύκνωναν, άστραφτε και βροντούσε και σε λίγο άρχισε η βροχή, ενώ ψηλότερα υπήρχε αιθρία. Με τις εμπειρίες αυτές εξηγούσαν οι αρχαίοι όσα λέγονταν για τις κορυφές των ψηλών βουνών, ότι δηλαδή διαπερνούν τη ζώνη των καιρικών φαινομένων και μένουν ανέπαφες απ' αυτά. Ο Πλούταρχος έγραψε το 2ο αι. μ.Χ. ότι σε τακτά διαστήματα ανέβαιναν πομπές που οδηγούσαν μικρά ζώα σε μια κορυφή του μακεδονικού Ολύμπου και εκεί τα θυσίαζαν στο Δία. Στη συνέχεια έκαιγαν στη φωτιά του βωμού το κρέας που ήταν το μερίδιο του θεού, συγκέντρωναν τη στάχτη σε σωρό και χάραζαν επάνω της κάποια γράμματα. Όταν τον επόμενο χρόνο ανέβαιναν ξανά, έβρισκαν τα πάντα άθικτα και τα γράμματα στη στάχτη όπως τα είχαν αφήσει, αφού ούτε αέρας φυσούσε εκεί για να σβήσει ούτε βροχή έπεφτε για να διαλύσει το σωρό. Η αξία αυτής της πληροφορίας όμως δεν εντοπίζεται τόσο στη μετεωρολογική παρατήρηση που εν μέρει είναι ορθή, αφού όντως οι βροχές και οι καταιγίδες στον Όλυμπο ξεκινούν συνήθως από υψόμετρο χαμηλότερο από τις κορυφές. Αντίθετα ιδιαίτερη σημασία έχει η μαρτυρία ενός ιερού κορυφής στον Όλυμπο, που ενισχύει τις σποραδικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σ' ένα βωμό του Διός στην κορυφή του Ολύμπου." "Η ζώνη των κορυφών του Ολύμπου είναι εξαιρετικά δύσβατη και η διαφορά ύψους των κορυφών όχι πάντα τόσο σημαντική. Έτσι περιηγητές και εντόπιοι ακόμα και μετά τα μέσα του 19ου αιώνα πίστευαν ότι η ψηλότερη κορυφή ήταν ο Προφήτης Ηλίας, εκείνος ο καλοσχηματισμένος κώνος με το εκκλησάκι προς τα βόρεια. Ήδη όμως το 1831 αξιωματικοί του βρετανικού στόλου είχαν κάνει μετρήσεις από τη θάλασσα του βορείου Αιγαίου και είχαν εντοπίσει το Μύτικα, την ψηλότερη από τις κορυφές. Το ακριβές ύψος όμως μετρήθηκε από τον Ελβετό μηχανικό Marcel Kurz σχεδόν έναν αιώνα αργότερα. Στο Μύτικα ανέβηκαν τα νεότερα χρόνια για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1913 οι Ελβετοί F. Boissonas και D. Baud-Bovy με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο." "Στην αποστρογγυλεμένη και φιλόξενη κορυφή Άγιος Αντώνιος, νοτίως του Μύτικα και 100 μέτρα χαμηλότερα εντοπίστηκε το 1961 ένα ιερό Διός Ολυμπίου, που τα παλαιότερα ευρήματά του χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια. Τα περισσότερα προήλθαν από την εκσκαφή για τη θεμελίωση μετεωρολογικού σταθμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μικρές μαρμάρινες στήλες, θραύσματα γλυπτών, κομμάτια από αγγεία και χάλκινα νομίσματα που ήταν θαμμένα μέσα σε παχύ στρώμα στάχτης, καμένων ξύλων και οστών μικρών ζώων. Άλλα ευρήματα υπήρχαν σκορπισμένα στην επιφάνεια, όπως τα δύο βάθρα αγαλμάτων που βρίσκονται ακόμα στην κορυφή. Φαίνεται ότι, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα, μετά από χρόνια χρήσης έθαψαν σε λάκκο τα υπολείμματα των θυσιών και τα αναθήματα που είχαν στο μεταξύ φθαρεί. Σε τρεις από τις στήλες διαβάζεται ακόμα το όνομα του Ολυμπίου Διός. Πιθανότατα στην ίδια κορυφή είχε εντοπίσει ο Γερμανός Helmut Schaffel το καλοκαίρι του 1923 ίχνη βωμού και όστρακα αγγείων. Δεν αποκλείεται το ιερό αυτό στον Άγιο Αντώνιο, στα 2817 μέτρα, να είναι το ίδιο ιερό του Ολυμπίου Διός για το οποίο μιλούν οι αρχαίοι συγγραφείς." "Χαμηλότερα στις δυτικές υπώρειες του Ολύμπου που βρίσκονται σε υψόμετρο γύρω στα 100 μέτρα υπήρχε το Πύθιον, το ιερό του Δελφικού Απόλλωνα, απ' όπου ο Ξεναγόρας, ο γιος του Ευμήλου, στα ελληνιστικά χρόνια είχε μετρήσει με διόπτρα και γεωμετρική μέθοδο το ύψος του Ολύμπου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν γραμμένο σε αναθηματική στήλη που βρισκόταν στο ιερό του θεού ως τουλάχιστον και το 2ο αι. μ.Χ. Εκεί γινόταν λόγος για ένα ύψος περίπου 1960 μέτρων (10 στάδια και 96 πόδια) στο οποίο, αν προστεθεί το υψόμετρο της περιοχής απ' όπου ο Ξεναγόρας έκανε τις μετρήσεις, προκύπτει μια συνολική τιμή γύρω στα 2960 μέτρα που λίγο απέχει από την πραγματική." "Με τις λατρείες όμως ήταν συνδεδεμένη περισσότερο η ανατολική πλευρά του Ολύμπου, αυτή που βλέπει προς θάλασσα. Στα Λείβηθρα υπήρχε ένα σπουδαίο Τελεστήριο του Διονύσου και ο αρχικός τάφος του Ορφέα, στις χαράδρες και τις πηγές λάτρευαν τις Νύμφες, ενώ ο πιο διάσημος ιερός τόπος ήταν το Δίον, ο τόπος λατρείας του Ολυμπίου Διός και των Μουσών...”