Η ΠΕΡΙΟΧΗ > ΔΙΟΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Δίον είναι ένας μαγευτικός τόπος στην Πιερία, στο σημείο που σβήνουν οι ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου. Πανύψηλες βαλανιδιές και άφθονα νερά ήταν τα θεϊκά σημάδια για τις λατρείες του Ολυμπίου Διός και των Μουσών. Οι γιορτές για το Δία και τις Μούσες στα χρόνια του δραστήριου βασιλιά Αρχελάου (413-399 π.Χ.) απέκτησαν ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγάλη φήμη ως οι ολυμπιακοί αγώνες της Μακεδονίας, τα "εν Δίω Ολύμπια". Δίπλα στα ιερά αναπτύχθηκε μια πόλη που απέκτησε μνημειακή μορφή στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στο τέμενος του Ολυμπίου Διός, που ήταν γεμάτο αναθήματα, συνέρεε πλήθος πιστών από όλη τη Μακεδονία. Τα πιο διάσημα αφιερώματα ήταν τα επιχρυσωμένα χάλκινα αγάλματα των βασιλέων της Μακεδονίας και το ανάθημα του Μ. Αλεξάνδρου, το χάλκινο "σύνταγμα" του Λυσίππου με τους είκοσι πέντε έφιππους ανδριάντες των εταίρων που έπεσαν στη μάχη του Γρανικού το 334 π.Χ. Το καλοκαίρι του 219 π.Χ. το Δίον γνώρισε την καταστροφή, όταν ο στρατηγός των Αιτωλών Σκόπας εισέβαλε στην πόλη και στο ιερό του Διός. Ο Φίλιππος Ε΄ φρόντισε να ξαναστηθεί το Δίον και να αποκτήσει την προηγούμενη αίγλη του. Όταν ο ύπατος Μάρκιος Φίλιππος έφτασε εκεί με το στρατό του, δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό του μπαίνοντας στην πόλη για τη θαυμάσια οχύρωσή της, για τα δημόσια κτήριά της και τα πάμπολλα αγάλματά της. Αμέσως μετά τη μάχη του Ακτίου 32/31 π.Χ., ο Οκταβιανός ονόμασε το Δίον αποικία. Το επίσημο όνομα της ήταν Colonia Julia Augusta Diensis και τα διοικητικά της όρια έφθαναν από τις Καρυές στο δυτικό Όλυμπο ως τη θάλασσα στα ανατολικά και από τα Τέμπη ως τη χώρα της Πύδνας. Κατά το 2ο αι. μ.Χ. και το α' μισό 3ου μ.Χ. το Δίον γνώρισε μια νέα περίοδο ακμής. Μετά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. βαρβαρικές επιδρομές, καταστρεπτικοί σεισμοί και πλημμύρες οδήγησαν σε ραγδαία ύφεση. Το Δίον ανέκαμψε για τελευταία φορά τον 4ο αι. μ.Χ. Τότε κτίστηκε στο κέντρο της πόλης η επισκοπική βασιλική και ο επίσκοπος Παλλάδιος μετείχε το 343 μ.Χ. στη Σύνοδο της Σαρδικής. Μετά την εποχή του Θεοδόσιου και του Αρκάδιου το Δίον εγκαταλείπεται. Λίγοι άνθρωποι απέμειναν μέσα τα ερείπια και είχαν ως κέντρο την κοιμητηριακή βασιλική. Στα χριστιανικά χρόνια το Δίον έγινε επισκοπική έδρα. Το 14ο αι. Οι Τούρκοι εισβολείς το κατέστρεψαν και το λεηλάτησαν. Το όνομα του Δίου επέζησε ως τους νεότερους χρόνους ως Σταδιά και η ανάμνηση της οχυρωμένης πόλης ως τους σημερινούς κατοίκους που το λένε Κάστρο.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ (του Αρχαιολόγου Νίκου Κουτσουφλάκη)
Το Δίον δεν υπήρξε ποτέ μία μητρόπολη. Η έκταση της πόλης δεν υπερέβαινε τα 360 στρέμματα, η σημασία ωστόσο που της απέδιδαν οι βασιλικές δυναστείες των μακεδόνων ήταν τεράστια. Γνωρίζουμε ότι πρώτος ο βασιλιάς Αρχέλαος, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., προσέφερε εδώ λαμπρές τελετές και θυσίες στον Ολύμπιο Δία και τις Πιερίδες Μούσες και καθιέρωσε σκηνικούς και γυμνικούς αγώνες αφιερωμένους στο θεό. Τον επόμενο αιώνα, ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος συνήθιζαν μετά τις στρατιωτικές τους νίκες να πανηγυρίζουν εδώ με μεγαλοπρεπείς θυσίες στο Δία, ενώ εδώ έδωσε και την τελευταία του πανηγυρική γιορτή ο μεγάλος στρατηλάτης, πριν ξεκινήσει για την ανατολική του εκστρατεία. Τέλος, εδώ στήθηκε το περίφημο «Σύνταγμα του Γρανικού», ένα γλυπτό σύνολο 25 ιππέων σε φυσικό μέγεθος, που απεικόνιζε τους νεκρούς εταίρους στη μάχη του Γρανικού. Το έργο αυτό το είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος και ήταν ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα έργα στην ιστορία της τέχνης. Το περίφημο αυτό έργο απέσπασε τον 2ο αιώνα π.Χ., ο Ρωμαίος ύπατος Καικίλιος Μέτελλος και το μετέφερε στη Ρώμη. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται δίπλα στο ομώνυμο χωριό. Μία πλακοστρωμένη διαδρομή μας οδηγεί από την είσοδό του, σε μία μικρή λίμνη και αμέσως μετά στο ιερό της Δήμητρας. Το ιερό της Δήμητρας, όπως και τα περισσότερα ιερά της πόλης, βρίσκονταν σε άλση εκτός των τειχών. Είναι το παλαιότερο ερευνηθέν ιερό του Δίου και η ίδρυσή του ανάγεται στον 6ο αιώνα π.Χ. Από τη σειρά των θεμελίων που σώζονται, είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι δύο δίδυμοι δωρικοί ναΐσκοι εν παραστάσει. Σε αυτούς τελούνταν η λατρεία της θεάς. Κατασκευάστηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ., δεν είναι ωστόσο οι παλαιότεροι. Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι οι δύο αυτοί ναοί είχαν κτιστεί προκειμένου να αντικαταστήσουν δύο παλαιότερους ναούς του 6ου αιώνα. Τα θεμέλια των δύο παλαιότερων κτισμάτων είναι σήμερα ορατά ακριβώς στο πίσω μέρος των δύο ναών. Η διαδρομή συνεχίζεται και περνώντας την ξύλινη γέφυρα πάνω από το ποτάμι, φτάνει στο ιερό της Ίσιδος, της αιγυπτιακής θεότητας που κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους λατρεύτηκε ευρύτατα στην Ελλάδα. Σήμερα ο χώρος αυτός είναι συνήθως πλημμυρισμένος από τα νερά του παρακείμενου ποταμού. Ο μεγάλος ναός της θεάς βρισκόταν κτισμένος σε ψηλό πόδιο και ήταν προσβάσιμος από μία κλίμακα. Ήταν αφιερωμένος στην Ίσιδα Λοχία, δηλ. την Ίσιδα προστάτιδα των τοκετών. Επιγραφικές μαρτυρίες κατέδειξαν ότι στον ίδιο χώρο, πριν την εγκατάσταση της λατρείας της αιγυπτίας θεάς, υπήρχε λατρεία της Αρτέμιδος Λοχίας. Ο κεντρικός, κύριος ναός πλαισιωνόταν από δευτερεύοντες ναούς αφιερωμένους στην Αφροδίτη Υπολυμπιδία και τον Έρωτα. Ο χώρος που εκτείνεται νότια του ιερού της Ίσιδας, μέχρι περίπου το θέατρο των Ρωμαϊκών χρόνων, ερευνάται εντατικά τα τελευταία χρόνια καθώς εκτιμάται από τους ειδικούς ότι εκεί βρισκόταν το ιερό τέμενος του Δία, το σημαντικότερο ιερό της πόλης. Οι ανασκαφικές τομές έχουν αποκαλύψει έναν συνεχή μνημειώδη τοίχο που το μήκος του υπερβαίνει τα 100 μέτρα, ο οποίος πιθανότατα αποτελούσε τον περίβολο του αρχαίου ιερού. Αποσπάσματα αρχαίων επιγραφών φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή την ταύτιση. Σε αυτόν τον χώρο θα πρέπει να φανταστούμε ότι στήθηκε και το περίφημο «Σύνταγμα του Γρανικού» από τον Λύσιππο. Επιστρέφοντας από το ιερό της Ίσιδος, μπαίνουμε πλέον στην πόλη. Το τειχισμένο τμήμα της πόλης, είναι σχεδόν τετράγωνο, με μία υποδειγματική ρυμοτομία, που σαφώς παραπέμπει στην πολεοδομική εμπειρία της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου. Ο αμυντικός περίβολος σώζεται σε όλο σχεδόν το μήκος του και χρονολογείται περί το 300 π.Χ., έχει υποστεί ωστόσο αρκετές μετασκευές στην χιλιόχρονη περίπου ιστορία του Δίου. Το πάχος του φτάνει τα τρία μέτρα, ενώ η πορεία του τείχους διακόπτεται κάθε 33 μέτρα από ορθογώνιους πύργους. Η πόλη είχε συνολικά έξι πύλες, στις οποίες κατέληγαν οι σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της πόλης. Η σημερινή εικόνα του αρχαιολογικού χώρου ανταποκρίνεται περισσότερο στην ρωμαϊκή περίοδο της πόλης όταν, όπως μας είναι γνωστό, δίπλα στο γηγενή πληθυσμό εγκαταστάθηκαν πολλοί Ρωμαίοι άποικοι. Ο σημερινός επισκέπτης, όπως και ο αρχαίος, εισέρχεται εντός των τειχών από τη νότια πλευρά του αμυντικού περιβόλου. Το οικοδομικό συγκρότημα αμέσως αριστερά, ανήκει στις Θέρμες, δηλ. τα δημόσια λουτρά, που υποδέχονταν τους επισκέπτες και οδοιπόρους. Εδώ μπορούσαν να πλυθούν και να ξεκουραστούν μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι, πριν επισκεφτούν τους ιερούς χώρους. Οι Θέρμες του Δίου αποτελούν ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους, διαθέτοντας χώρο υποδοχής, πισίνες, αποδυτήρια, χώρους θερμαινόμενου και ψυχρού νερού, δωμάτια εφίδρωσης και μάλαξης και αίθουσες ανάπαυσης. Το εξαιρετικά μελετημένο σύστημα των υποκαύστων, που εξασφάλιζε την απαραίτητη θερμότητα σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι ιδιαίτερα διδακτικό για το πώς επιτυγχανόταν η θέρμανση των μεγάλων εγκαταστάσεων. Οι Θέρμες πλαισιώνονταν από ένα μικρό ωδείο (στεγασμένο αμφιθέατρο για μουσικές παραστάσεις) ενώ κάποια μαρμάρινα αγάλματα των θυγατέρων του Ασκληπιού που βρέθηκαν στις λουτρικές εγκαταστάσεις κατά τις ανασκαφές, ίσως δηλώνουν ότι ο χώρος αυτός προοριζόταν και για θεραπευτικούς σκοπούς. Το συγκρότημα πολυτελών κατοικιών, που συμβατικά ονομάζουμε «Έπαυλη του Διονύσου», βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του μεγάλου κεντρικού δρόμου που διέσχιζε την πόλη. Ονομάστηκε έτσι από ένα έξοχο ψηφιδωτό που καταλαμβάνει την αίθουσα συμποσίων και απεικονίζει το θρίαμβο του Διονύσου. Το ψηφιδωτό έχει καλυφθεί σήμερα από στέγαστρο, για να προστατευτεί. Απεικονίζεται ο θεός Διόνυσος και ένας παπποσιληνός να στέκονται σε άρμα που το σέρνουν θαλάσσιοι πάνθηρες οι οποίοι οδηγούνται με χαλινάρια από δύο θαλάσσιους κένταυρους. Η λαμπρή αυτή, επική σύνθεση χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. και αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα καλύτερα δείγματα της τέχνης αυτής. Εντός των τειχών βρίσκεται και το σημαντικότερο μνημείο της χριστιανικής ιστορίας του Δίου. Η κεντρική βασιλική, έδρα της επισκοπής, βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κεντρικού οδικού άξονα. Κτίστηκε στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., την εποχή δηλ. που η αρχαία θρησκεία βρισκόταν σε μαρασμό. Υπήρξε ένα εξαιρετικά πλούσιο κτίσμα με μωσαϊκά δάπεδα, αίθριο και βαπτιστήριο. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1973, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δημ. Παντερμαλή, συνεχίζονται μέχρι σήμερα, εντός και εκτός της πόλης του Δίου. Η επίσκεψη στο χώρο καθιστά σαφές, ότι μόνο ένα μικρό τμήμα της αρχαίας πόλης έχει διερευνηθεί. Είναι βέβαιο ότι η έρευνα θα χρειαστεί τουλάχιστον έναν ακόμα αιώνα για να αποκαλυφθεί το σύνολο της αρχαίας πόλης με τα ιερά του. Η οργάνωση του αρχαιολογικού χώρου είναι υποδειγματική, προσφέροντας σαφείς διαδρομές στον επισκέπτη, ο οποίος με τη βοήθεια ενός οδηγού μπορεί να περιηγηθεί σε όλο τον εκτενή χώρο, χωρίς προβλήματα. Τέλος, από το 1983, στις παρυφές του σύγχρονου χωριού και απέναντι ακριβώς από την αρχαία ομώνυμη πόλη, λειτουργεί το Αρχαιολογικό Μουσείο του Δίου, όπου εκτίθενται τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα των ανασκαφών.